H εκδίκηση του πρώτου πειρασμού

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013



H εκδίκηση του πρώτου πειρασμού

        Η φυσιογνωμία της μου φάνηκε γνωστή. Εκείνο το χλωμό προφίλ του φεγγαριού, τα σκιώδη ματοτσίνορα, τα λεπτεπίλεπτα ρουθούνια που έκαναν τις σχεδόν αόρατες τριχούλες του ελαφρώς ανασηκωμένου πάνω χείλους της να θροΐζουν στο ρυθμό μιας θλιμμένης ανάσας… Καθόταν σε μια θέση δίπλα στο παράθυρο και διάβαζε μια παλιά έκδοση του «Τελευταίου Πειρασμού». Το τρένο θα έφτανε από στιγμή σε στιγμή στο σταθμό κι εγώ πάσχιζα να θυμηθώ από πού την ήξερα, μήπως έτσι έβρισκα αφορμή για να της πιάσω την κουβέντα, προτού χαθεί για πάντα στο μουντό ορίζοντα της μεγαλούπολης, που μόλις είχε αρχίσει να φαίνεται από το παράθυρο.


     Η μηχανή του συρμού άφησε τα τελευταία της αγκομαχητά πάνω στις ράγες και αρχίσαμε να επιβραδύνουμε, μέχρι που σταματήσαμε εντελώς, ακριβώς μπροστά από τον έρημο σταθμό. Μόνο εγώ κι εκείνη κατεβήκαμε. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχα ακόμη δυο ώρες καιρό μέχρι το ραντεβού μου. Έπρεπε να βρω κάτι για να σκοτώσω την ώρα μου. Και τότε, έγινε κάτι το απροσδόκητο. Ένα κύμα κρύου ιδρώτα, που βρομούσε «πρωτάρης», με έλουσε, καθώς η μυστηριώδης άγνωστη με κάρφωσε με το βλέμμα της. Ταράχτηκα, λες και ήμουν κανένα άπειρο παιδαρέλι, εγώ που είχα όποια γυναίκα ήθελα, όποτε την ήθελα, ακόμη και μετά από είκοσι χρόνια γάμου.

     Με τα σταχτιά μάτια της ακόμα επάνω μου, έκανε μια απότομη στροφή και χάθηκε πίσω από τα άδεια βαγόνια των εγκαταλελειμμένων τρένων. Ενστικτωδώς την ακολούθησα, τρέμοντας σύγκορμος από ένα μίγμα έξαψης και τρόμου. Δεν ήμουν σίγουρος τι έκανα και γιατί το έκανα, ήξερα μόνο ότι δεν είχα άλλη επιλογή, λες και το χέρι του Θεού με καθοδηγούσε στο κατόπι εκείνης της γυναίκας.
Με την άκρη του ματιού μου την είδα να σκαρφαλώνει σε ένα παλιό βαγόνι, με ευκινησία αίλουρου. Πλησίασα καταϊδρωμένος, προσπαθώντας να αφουγκραστώ. Ησυχία. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να σκεπάζει την παγωμένη πόλη κι εγώ ήμουν έτοιμος να μετανιώσω που άφησα το ένστικτό μου να με οδηγήσει. Κι όμως, μπήκα στο βαγόνι, και προσπάθησα να διακρίνω την παρουσία της μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Τίποτα.
     Ξαφνικά, μια αδύναμη φλόγα, αιωρήθηκε μπροστά μου και πίσω της εμφανίστηκε αργά, η θολή εικόνα της άγνωστης, σαν φάντασμα. Στο ένα της χέρι κρατούσε ένα κερί, και στο άλλο, ένα μεταλλικό αντικείμενο που ήταν απειλητικά στραμμένο κατά πάνω μου. Ένα πιστόλι! Πάγωσα. Πριν προλάβω να αντιδράσω, με είχε πυροβολήσει κατάστηθα. Λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου, θυμάμαι το χλωμό της πρόσωπο σκυμμένο από πάνω μου.
 «Η γυναίκα σου στέλνει χαιρετίσματα», μου είπε ανέκφραστα και ένιωσα ένα ελαφρύ αντικείμενο να σκεπάζει το χτυπημένο στήθος μου, προτού τη δω να πηδάει έξω από το βαγόνι. Ήταν το βιβλίο που διάβαζε στο τρένο, «Ο Τελευταίος Πειρασμός».
   Και την ώρα που η ψυχή μου, εγκατέλειπε βίαια το αμαρτωλό της δοχείο, θυμήθηκα.  Η πληρωμένη δολοφόνος μου, έμοιαζε καταπληκτικά με τη γυναίκα μου, είκοσι χρόνια πριν, όταν την πρωτογνώρισα και την ερωτεύτηκα. O πρώτος και ο τελευταίος  μου πειρασμός…

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο 10ο παιχνίδι της Φλώρας "Παίζοντας με τις λέξεις". Είναι μια ιστορία μυστηρίου, αφού είναι γνωστό πια ότι λατρεύω το συγκεκριμένο είδος. Ευχαριστώ πολύ όσους προτίμησαν την ιστορία μου!


Εμφάνιση → 14 σχόλια: